- περιτάμνω
- Α(επικ. και ιων. τ.) βλ. περιτέμνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιτέμνω — ΝΜΑ και περιτάμνω Α 1. τέμνω γύρω γύρω, κόβω ολόγυρα 2. ενεργώ, κάνω περιτομή αρχ. 1. (σχετικά με αμπέλια) κλαδεύω 2. αποκόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 5. μτφ. αποβάλλω, χάνω («πᾱσαν... περιταμνόμενον σοφίαν», Ευρ.) 6. μέσ. περιτέμνομαι α) προκαλώ… … Dictionary of Greek